αλιευτικός

αλιευτικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αλιεία ή στον ψαρά: Τα αλιευτικά σύνεργα είναι σήμερα πολλά.
2. το θηλ. ως ουσ., η αλιευτική η τέχνη του ψαρά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἁλιευτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιευτικός — ή, ό (Α ἁλιευτικός, ή, όν) [ἁλιεύω] 1. ο σχετικός με το ψάρεμα ή ο κατάλληλος γι’ αυτό, ο ψαράδικος 2. το θηλ. ως ουσ. η αλιευτική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού ψαρέματος, η ψαρική νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αλιευτικό μηχανοκίνητο συνήθως πλοιάριο… …   Dictionary of Greek

  • ἁλιευτικά — ἁλιευτικός of neut nom/voc/acc pl ἁλιευτικά̱ , ἁλιευτικός of fem nom/voc/acc dual ἁλιευτικά̱ , ἁλιευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιευτικῶν — ἁλιευτικός of fem gen pl ἁλιευτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιευτικόν — ἁλιευτικός of masc acc sg ἁλιευτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιευτικαῖς — ἁλιευτικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιευτικοῖς — ἁλιευτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιευτικοί — ἁλιευτικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιευτικοῦ — ἁλιευτικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιευτικούς — ἁλιευτικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”