ἁλιευτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιευτικός — ή, ό (Α ἁλιευτικός, ή, όν) [ἁλιεύω] 1. ο σχετικός με το ψάρεμα ή ο κατάλληλος γι’ αυτό, ο ψαράδικος 2. το θηλ. ως ουσ. η αλιευτική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού ψαρέματος, η ψαρική νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αλιευτικό μηχανοκίνητο συνήθως πλοιάριο… … Dictionary of Greek
ἁλιευτικά — ἁλιευτικός of neut nom/voc/acc pl ἁλιευτικά̱ , ἁλιευτικός of fem nom/voc/acc dual ἁλιευτικά̱ , ἁλιευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευτικῶν — ἁλιευτικός of fem gen pl ἁλιευτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευτικόν — ἁλιευτικός of masc acc sg ἁλιευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευτικαῖς — ἁλιευτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευτικοῖς — ἁλιευτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευτικοί — ἁλιευτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευτικοῦ — ἁλιευτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευτικούς — ἁλιευτικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)